Greek Meaning of phalanx
φάλαγγα
Other Greek words related to φάλαγγα
- Συγκρότημα
- Μπαταρία
- Ταξιαρχία
- δέσμη
- δέσμη
- ομάδα
- ομαδοποίηση
- πολύ
- λόχος
- ομάδα
- ομάδα
- Πίνακας
- συνέλευση
- παρτίδα
- τάγμα
- σώμα
- κύκλος
- κλίκα
- συμπλέκτης
- συνασπισμός
- ομοσπονδία
- συλλογικός
- Εκκλησία
- σύζυγος
- Αστερισμός
- Κλειστή ομάδα
- Πλήρωμα
- σοδειά
- κοπάδι
- συμμορία
- συνάντηση
- Οργάνωση
- στολή
- πάρτι
- σμήνος
- ειδική ομάδα
- συμμαχία
- σμήνος
- Μπλοκ
- λάφυρο
- γέννα
- κλάνος
- Συνομοσπονδία
- ομοσπονδία
- ομοσπονδία
- υποτροφία
- επιχρυσωμένος
- συντεχνία
- ομάδα
- κόμπος
- πρωτάθλημα
- κλήση
- παραγγελία
- δέμα
- Πλήθος
- δαχτυλίδι
- γύρος
- σχολείο
- αίρεση
- σετ
- συνδικαλιστική οργάνωση
Nearest Words of phalanx
- phalanstery => φαλανστήριο
- phalansterism => φαλανστερισμός
- phalansterianism => φαλανστεριανισμός
- phalansterian => φαλανστηριακός
- phalanstere => Φαλανστέρ
- phalangoidea => Φαλανγοειδή
- phalangium opilio => Γυαλιστερό είδος, φαλάνγιον
- phalangium => θεριστής
- phalangitis => Φαλαγγίτιδα
- phalangite => φαλανγίτιδα
- phalanxes => φάλαγγες
- phalaris => φάλαρι
- phalaris aquatica => Κάλαμος
- phalaris arundinacea => Λεπτοκορμος ο δονηκώδης
- phalaris canariensis => Αγουρόσπορος ο καναρινός
- phalaris tuberosa => κλωστή
- phalarope => Φαλαρίδα
- phalaropidae => φαλαιρίδες
- phalaropus => φαλαρόποδα
- phalaropus fulicarius => Κοκκινοπόδαρος πετροπαράσκαλος
Definitions and Meaning of phalanx in English
phalanx (n)
any of the bones of the fingers or toes
any closely ranked crowd of people
a body of troops in close array
phalanx (n.)
A body of heavy-armed infantry formed in ranks and files close and deep. There were several different arrangements, the phalanx varying in depth from four to twenty-five or more ranks of men.
Any body of troops or men formed in close array, or any combination of people distinguished for firmness and solidity of a union.
A Fourierite community; a phalanstery.
One of the digital bones of the hand or foot, beyond the metacarpus or metatarsus; an internode.
A group or bundle of stamens, as in polyadelphous flowers.
FAQs About the word phalanx
φάλαγγα
any of the bones of the fingers or toes, any closely ranked crowd of people, a body of troops in close arrayA body of heavy-armed infantry formed in ranks and f
Συγκρότημα,Μπαταρία,Ταξιαρχία,δέσμη,δέσμη,ομάδα,ομαδοποίηση,πολύ,λόχος,ομάδα
άτομο,ανύπαντρος
phalanstery => φαλανστήριο, phalansterism => φαλανστερισμός, phalansterianism => φαλανστεριανισμός, phalansterian => φαλανστηριακός, phalanstere => Φαλανστέρ,