Greek Meaning of phalaris arundinacea
Λεπτοκορμος ο δονηκώδης
Other Greek words related to Λεπτοκορμος ο δονηκώδης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of phalaris arundinacea
- phalaris canariensis => Αγουρόσπορος ο καναρινός
- phalaris tuberosa => κλωστή
- phalarope => Φαλαρίδα
- phalaropidae => φαλαιρίδες
- phalaropus => φαλαρόποδα
- phalaropus fulicarius => Κοκκινοπόδαρος πετροπαράσκαλος
- phalguna => φαλγούνα
- phallaceae => φαλλοειδή
- phallales => Φαλλοειδή
- phallicism => φαλλοκρατία
Definitions and Meaning of phalaris arundinacea in English
phalaris arundinacea (n)
perennial grass of marshy meadows and ditches having broad leaves; Europe and North America
FAQs About the word phalaris arundinacea
Λεπτοκορμος ο δονηκώδης
perennial grass of marshy meadows and ditches having broad leaves; Europe and North America
No synonyms found.
No antonyms found.
phalaris aquatica => Κάλαμος, phalaris => φάλαρι, phalanxes => φάλαγγες, phalanx => φάλαγγα, phalanstery => φαλανστήριο,