FAQs About the word perv

Definition not available

pervert entry 2

εκφυλισμένος,πλέιμποϊ,τσουγκράνα,κακός,αποστάτης,Χρεωκοπία,Κάθαρμα,CAD,ηδονιστής,άσωτος

Άγιος

perturbs => αναστατώνει, perturbations => διαταραχές, pertinaciousness => επιμονή, pertained (to) => σχετικά με, pertain (to) => αφορά,