FAQs About the word palped

ψηλάφησε

Having a palpus.

βουρτσισμένο,σφιγμένος,κρατιέμαι (από),Τσόχα,βοσκούν,ψηλαφητό,ξυρισμένος,συγκινημένος,χειροκρότησε,αγκάλιασμα

No antonyms found.

palpebration => τρεμόπαιγμα βλεφάρων, palpebrate => Βλέφαρο, palpebral => βλεφαρικός, palpebrae => βλέφαρα, palpebra conjunctiva => Конъюнктива βλεφάρου,