Greek Meaning of palmed
Στην παλάμη
Other Greek words related to Στην παλάμη
Nearest Words of palmed
Definitions and Meaning of palmed in English
palmed (imp. & p. p.)
of Palm
palmed (a.)
Having or bearing a palm or palms.
FAQs About the word palmed
Στην παλάμη
of Palm, Having or bearing a palm or palms.
επιβλημένος,επιβεβλημένο,Επιβληθείσα,ήθελε,συνεπαγόταν,αποκρούω,εξαναγκαστικός,απορρίφθηκε,παρέδωσε,πλαστογραφημένο
No antonyms found.
palmcrist => Φοίνικας, palmature => πεδιλάκια κολύμβησης, palmatisected => παλαμοσκελής, palmatisect => παλαμοσχισμένος, palmatilobed => Παλματώδης,