FAQs About the word palmed

Στην παλάμη

of Palm, Having or bearing a palm or palms.

επιβλημένος,επιβεβλημένο,Επιβληθείσα,ήθελε,συνεπαγόταν,αποκρούω,εξαναγκαστικός,απορρίφθηκε,παρέδωσε,πλαστογραφημένο

No antonyms found.

palmcrist => Φοίνικας, palmature => πεδιλάκια κολύμβησης, palmatisected => παλαμοσκελής, palmatisect => παλαμοσχισμένος, palmatilobed => Παλματώδης,