Greek Meaning of mounter
μοντέρ
Other Greek words related to μοντέρ
- επιταχύνω
- αναρριχώμαι
- επεκτείνω
- αύξηση
- ανέβαινω
- οίδημα
- συσσωρεύω
- εκτιμώ
- μπαλόνι
- άνθηση
- χτίζω
- διευρύνω
- Αναβάθμιση
- κέρδος
- Εντατικοποιώ
- πήδα
- πολλαπλασιάζω
- Μανιτάρι
- πολλαπλασιάζομαι
- τυλίγω
- χιονόμπαλα
- διαδίδω
- αύξηση
- κερί
- Έκρηξη
- Βλαστος
- χύμα
- βλαστήσει
- Κορυφή
- διαστείλω
- αυξάνω
- φουσκώνω
- κορυφή
- φουσκώνω
- διπλασιάζω
- Πύραυλος
- πύραυλος
Nearest Words of mounter
Definitions and Meaning of mounter in English
mounter (n)
a skilled worker who mounts pictures or jewels etc.
someone who ascends on foot
mounter (n.)
One who mounts.
An animal mounted; a monture.
FAQs About the word mounter
μοντέρ
a skilled worker who mounts pictures or jewels etc., someone who ascends on footOne who mounts., An animal mounted; a monture.
επιταχύνω,αναρριχώμαι,επεκτείνω,αύξηση,ανέβαινω,οίδημα,συσσωρεύω,εκτιμώ,μπαλόνι,άνθηση
Σύμβαση,Μείωση,μειώνω,λιγώτερο,υποχωρώ,μειώνω,μειώνομαι
mountenaunce => βουνό, mounted => τοποθετημένος, mountebankism => τσαρλατανισμός, mountebankish => τσαρλατανίστικος, mountebankery => τσαρλατανισμός,