Greek Meaning of mensurable

μετρήσιμο

Other Greek words related to μετρήσιμο

Definitions and Meaning of mensurable in English

Wordnet

mensurable (a)

having notes of fixed rhythmic value

capable of being measured

Webster

mensurable (a.)

Capable of being measured; measurable.

FAQs About the word mensurable

μετρήσιμο

having notes of fixed rhythmic value, capable of being measuredCapable of being measured; measurable.

ανεξερεύνητος,περιορισμένος,μετρήσιμος,περιγεγραμμένο,περιορισμένος,Ορίζοντες,ορισμένος,ορισμένος,αριθμήσιμος,περιορισμένος

αμέτρητος,Αόριστος,απροσδιόριστος,άπειρος,ανεμπόδιστη,Απροσδιόριστος,απεριόριστος,απεριόριστος,ατελείωτος,απεριόριστος

mensurability => μετρησιμότητα, menstruums => περίοδος, menstruum => περίοδος, menstrue => εμμηνορροώ, menstruation => περίοδος,