Greek Meaning of maunderer

γκρινιάρης

Other Greek words related to γκρινιάρης

Definitions and Meaning of maunderer in English

Webster

maunderer (n.)

One who maunders.

FAQs About the word maunderer

γκρινιάρης

One who maunders.

αποδημητικό πουλί,Τσιγγάνος,νομάδας,ταξιδιώτης,Ταξιδιώτης,περιπλανώμενος,Αλήτης,κουτσομπόλης,κωμικός,επιβάτης

κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,άποικος,κάτοικος,Οικιακός,κάτοικος

maunder => περιπλανιέμαι, maund => μάντ, maunch => μανξ, mauna loa => Μάουνα Λόα, mauna kea => Μάουνα Κέα,