Greek Meaning of bird of passage

αποδημητικό πουλί

Other Greek words related to αποδημητικό πουλί

Definitions and Meaning of bird of passage in English

Wordnet

bird of passage (n)

someone who leads a wandering unsettled life

any bird that migrates seasonally

FAQs About the word bird of passage

αποδημητικό πουλί

someone who leads a wandering unsettled life, any bird that migrates seasonally

Αλήτης,Τσιγγάνος,κωμικός,γκρινιάρης,νομάδας,περιπατητής,Εξερευνητικό όχημα,καρότσι,ταξιδιώτης,Ταξιδιώτης

κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,άποικος,κάτοικος,Οικιακός,κάτοικος

bird of paradise => Πουλί του παραδείσου, bird of night => νυχτερινό πτηνό, bird of minerva => Κουκουβάγια της Αθηνάς, bird of juno => Πουλί της Ήρας, bird of jove => πουλί του Δία,