Greek Meaning of sojourner
ταξιδιώτης
Other Greek words related to ταξιδιώτης
Nearest Words of sojourner
Definitions and Meaning of sojourner in English
sojourner (n)
a temporary resident
FAQs About the word sojourner
ταξιδιώτης
a temporary resident
άστεγος,αργοπορημένος,αλήτης,νομάδας,αργοπορημένος,ταξιδιώτης,Ταξιδιώτης,περιπλανώμενος,ταξιδιώτης,γλουτοί
κάτοικος,Οικιακός,κάτοικος,κάτοικος,άποικος,κάτοικος,κάτοικος
sojourn => παραμονή, sojer => στρατιώτης, soja bean => Σόγια, soja => σόγια, soixante-neuf => εξήντα εννέα,