Greek Meaning of landless
άκτημος
Other Greek words related to άκτημος
- Χώρα
- βασίλειο
- Έθνος
- Κράτος
- Κοινοπολιτεία
- αυτοκρατορία
- επαρχία
- Δημοκρατία
- Κυριαρχία
- Πόλη-κράτος
- αποικία
- Διαμέρισμα
- Δημοκρατία
- εξάρτηση
- δικτατορία
- Τομέας
- περιοχή
- δουκάτο
- δουκάτο
- εμιράτο
- Πατρίδα
- Μεγάλη δύναμη
- πατρίδα
- εντολή
- Μικροκράτος
- Πολιτεία-νάνος
- μοναρχία
- πατρίδα
- Εθνικό κράτος
- ολιγαρχία
- δύναμη
- Πριγκιπάτο
- βασίλειο
- Ναυτική δύναμη
- φέουδο
- Φέουδο
- οικισμός
- Έδαφος
- κυρίαρχος
- κυρίαρχος
- κυριαρχία
- σουλτανάτο
- υπερδύναμη
- θεοκρατία
- Επίτροπος
- κράτος πρόνοιας
- Παγκόσμια δύναμη
Nearest Words of landless
Definitions and Meaning of landless in English
landless (a)
owning no land
landless (a.)
Having no property in land.
FAQs About the word landless
άκτημος
owning no landHaving no property in land.
Χώρα,βασίλειο,Έθνος,Κράτος,Κοινοπολιτεία,αυτοκρατορία,επαρχία,Δημοκρατία,Κυριαρχία,Πόλη-κράτος
Εκτόξευση,Ιστιο,επιβιβάζομαι
landler => λάντλερ, landleaper => Ορειβάτης, landlady => Ιδιοκτήτρια, landladies => Ενοικιοδότριες, landing strip => διάδρομος προσγείωσης,