Greek Meaning of japanned
ιαπωνοποιημένος
Other Greek words related to ιαπωνοποιημένος
- γυαλισμένο
- επικαλυμμένο
- Υαλωμένο
- γυαλισμένος
- έδαφος
- λουστραρισμένο
- γυαλισμένο
- τρίβεται
- έλαμψε
- έλαμψε
- βερνικωμένο
- φωτεινός
- γυαλισμένο
- ντυμένος
- τελειωμένος
- επιπλωμένο
- λεία
- γυαλιστερό
- λειασμένος
- λειασμένος
- καπλαμάς
- κουρεμένος
- με κόκκαλα
- αντιμέτωπος
- κατατεθέν
- επικαλυμμένος
- βραχνός
- αμμοβολής
- λειασμένο
- Λειασμένο
- καθαρισμένο
- ξυσμένος
- καθαρίστηκε
Nearest Words of japanned
- japanese-speaking => Ιαπωνόφωνος
- japanese yew => Ιαπωνικός τάξος
- japanese wistaria => ιαπωνική γλυτσίνα
- japanese varnish tree => Ιαπωνική δενδρολακιά
- japanese umbrella pine => Ιαπωνική ομπρελοπεύκη
- japanese tree lilac => Ιαπωνική πασχαλιά
- japanese table pine => Ιαπωνική πεύκη
- japanese sumac => Κοτσουβέλι
- japanese stranglehold => ιαπωνικό στραγγαλισμό
- japanese spurge => εφόρβιο το ιαπωνικό
Definitions and Meaning of japanned in English
japanned (imp. & p. p.)
of Japan
japanned (a.)
Treated, or coated, with varnish in the Japanese manner.
FAQs About the word japanned
ιαπωνοποιημένος
of Japan, Treated, or coated, with varnish in the Japanese manner.
γυαλισμένο,επικαλυμμένο,Υαλωμένο,γυαλισμένος,έδαφος,λουστραρισμένο,γυαλισμένο,τρίβεται,έλαμψε,έλαμψε
Τραχύς,ρυτιδωμένος,άγριος,φθαρμένος
japanese-speaking => Ιαπωνόφωνος, japanese yew => Ιαπωνικός τάξος, japanese wistaria => ιαπωνική γλυτσίνα, japanese varnish tree => Ιαπωνική δενδρολακιά, japanese umbrella pine => Ιαπωνική ομπρελοπεύκη,