Greek Meaning of insatiability
ακορεστία
Other Greek words related to ακορεστία
Nearest Words of insatiability
Definitions and Meaning of insatiability in English
insatiability (n.)
The state or quality of being insatiable; insatiableness.
FAQs About the word insatiability
ακορεστία
The state or quality of being insatiable; insatiableness.
πρόθυμος,αδιόρφωτος,Ασβεστος,επείγον,ανικανοποίητος,ασβεστος,επίμονος,Άσβεστος,άπληστος,αμείλικτος
σβήσιμο,χορτάτος,χορτασμένος,ικανοποιητικός,ικανοποιημένος,εξευμενιστικός,ελεγχόμενος,συγκρατημένος,συγκρατημένος,χορταίνω
insapory => Άγευστο, insanity plea => ένσταση περί ανικανότητας, insanity => Τρέλα, insanitation => ανθυγιεινές συνθήκες, insanitary => ανθυγιεινός,