Greek Meaning of inept
inept
Other Greek words related to inept
- ανίκανος
- ανίκανος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- ακατάλληλος
- άπειρος
- ανίκανος
- απροετοίμαστος
- ανειδίκευτος
- ανειδίκευτος
- ερασιτεχνικός
- άπειρος
- ερασιτεχνικός
- Αποκλεισμένος
- Πράσινο
- αναποτελεσματικός
- Άπειρος
- ανεξάρτητος
- μη επαγγελματίας
- άτεχνος
- ανεκπαίδευτος
- άχρηστος
- άχρηστος
Nearest Words of inept
Definitions and Meaning of inept in English
inept (s)
not elegant or graceful in expression
generally incompetent and ineffectual
revealing lack of perceptiveness or judgment or finesse
inept (a.)
Not apt or fit; unfit; unsuitable; improper; unbecoming.
Silly; useless; nonsensical; absurd; foolish.
FAQs About the word inept
Definition not available
not elegant or graceful in expression, generally incompetent and ineffectual, revealing lack of perceptiveness or judgment or finesseNot apt or fit; unfit; unsu
ανίκανος,ανίκανος,ακατάλληλος,ακατάλληλος,ακατάλληλος,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,ακατάλληλος,άπειρος,ανίκανος
ικανός,ικανός,Ικανός,ειδικός,κατάλληλος,επιδέξιος,επιδέξιος,ικανός,έμπειρος,κατάλληλο
inembryonate => άτεκνο, ineludible => αναπόφευκτος, ineluctably => αναπόφευκτα, ineluctable => αναπόδραστος, ineluctability => αναπόφευκτο,