Greek Meaning of indulging (in)
ενα Scholiάζοντας (σε)
Other Greek words related to ενα Scholiάζοντας (σε)
- στοργικός (με)
- Πόση (μέσα)
- τρώγοντας (επάνω)
- γλέντι (σε)
- διαισθάνομαι
- ευχαρίστηση (σε)
- κατεβαίνω (σε)
- απολαμβάνω
- ειδωλολατρία
- προτιμώντας
- χαίρομαι (για)
- απολαμβάνοντας (κάτι)
- απολαμβάνοντας (σε)
- θαυμάζοντας
- καταβροχθίζοντας
- απολαμβάνοντας
- ευνοϊκός
- βραβείο
- απολαμβάνοντας
- σεβασμός
- απολαμβάνοντας
- απόλαυση
- Αγαπημένος.
- εκτίμηση
- ευλαβικός
- λατρεία
Nearest Words of indulging (in)
Definitions and Meaning of indulging (in) in English
indulging (in)
to become involved in (something, especially something that is considered wrong or improper)
FAQs About the word indulging (in)
ενα Scholiάζοντας (σε)
to become involved in (something, especially something that is considered wrong or improper)
στοργικός (με),Πόση (μέσα),τρώγοντας (επάνω),γλέντι (σε),διαισθάνομαι,ευχαρίστηση (σε),κατεβαίνω (σε),απολαμβάνω,ειδωλολατρία,προτιμώντας
αποτρόπαιος,βδελυρός,αποστροφή,αηδία,καταδικαστικός,καταφρονητικός,περιφρόνηση
indulgences => συγχωροχάρτια, indulge (in) => επιδίδομαι σε, indues => επιβάλλει, induces => προκαλεί, inducements => Κίνητρα,