Greek Meaning of indues
επιβάλλει
Other Greek words related to επιβάλλει
Nearest Words of indues
- indulge (in) => επιδίδομαι σε
- indulgences => συγχωροχάρτια
- indulging (in) => ενα Scholiάζοντας (σε)
- indurates => σκληραίνει
- inebriants => μεθυστικά ποτά
- inebriates => Μεθυσμένοι
- inebriations => μέθες
- inebrieties => μεθύσια
- ineffectualities => αναποτελεσματικότητες
- inefficacies => αναποτελεσματικότητες
Definitions and Meaning of indues in English
indues
put on, don, imbue, transfuse, provide, endow, to provide with a quality or power
FAQs About the word indues
επιβάλλει
put on, don, imbue, transfuse, provide, endow, to provide with a quality or power
γεμίζει,χρεώσεις,Φυτά,απότομο,κατακλυσμοί,πνίγεται,πλημμύρες,πλημμυρίζει,Βυθίζει
λωρίδες,καθαρίζει,εκποιεί,εξαλείφει,άδειο,καταργεί
induces => προκαλεί, inducements => Κίνητρα, indorses => εγκρίνει, indorsements => εγκρίσεις, indomitableness => ακαταμάχητο,