Greek Meaning of imbecile
imbecile
Other Greek words related to imbecile
- κουτόφραγκος
- Μπλόκχεντ
- κλόουν
- Νεκροκεφαλή
- γάιδαρος
- ναρκωτικό
- κούκλα
- ανόητος
- γκόλεμ
- μπάχαλος
- σκληρό κεφάλι
- Δεν γνωρίζω τίποτα
- μπουκακίνο
- τρελός
- Σκυλί διασταύρωσης
- φυσικός
- Νιμρόδ
- καταπλήσσω
- Γαλοπούλα
- Φουσκωτός
- Νταμ-νταμ
- Θηρίο
- μυαλό πουλιού
- Σούλα (Soula)
- παχύδερμος
- Γελωτοποιός
- CAD
- Θρόμβος
- κακαρίζω
- κλαγκ
- μπουσουλώ
- καμπίνα
- μίγμα
- βουτάω
- Ντόντο
- Αλτήρας
- Χήνος
- κοιτάζω
- Χήνα
- Σφυροκέφαλος
- φτέρνα
- Καρέτα-καρέτα
- τρελός
- εξόγκωμα
- τρελός
- μητέρα
- Φλυτζάνι
- νίννιχαμμερ
- κόνιδα
- νεύμα
- μακαρόνια
- Παξιμάδι
- Αφηρημένος
- σκάντζοχοιρος
- Φίδι
- βρωμύλος
- απόθεμα
- κακός
- γιο-γιο
- τρελός
- Κεφάλι σούπας
- cuddlie
- Αμυδρός λαμπτήρας
- αλήτης
- αλήτης
- Απρόσεκτος
- Ξύλινο κεφάλι
Nearest Words of imbecile
Definitions and Meaning of imbecile in English
imbecile (n)
a person of subnormal intelligence
imbecile (s)
having a mental age of three to seven years
imbecile (a.)
Destitute of strength, whether of body or mind; feeble; impotent; esp., mentally wea; feeble-minded; as, hospitals for the imbecile and insane.
imbecile (n.)
One destitute of strength; esp., one of feeble mind.
imbecile (v. t.)
To weaken; to make imbecile; as, to imbecile men's courage.
FAQs About the word imbecile
Definition not available
a person of subnormal intelligence, having a mental age of three to seven yearsDestitute of strength, whether of body or mind; feeble; impotent; esp., mentally
κουτόφραγκος,Μπλόκχεντ,κλόουν,Νεκροκεφαλή,γάιδαρος,ναρκωτικό,κούκλα,ανόητος,γκόλεμ,μπάχαλος
Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,διανοούμενος,σοφός,στοχαστής,πολυμάθης,Αναγεννησιακός άνθρωπος,φυτό,μάγος
imbay => κόλπος, imbauba => Ιμπαούμπα, imbathe => κάνω μπάνιο, imbastardize => διαφθείρω, imbase => χαμηλός,