Greek Meaning of hurting (for)
οδυνηρός (για)
Other Greek words related to οδυνηρός (για)
Nearest Words of hurting (for)
Definitions and Meaning of hurting (for) in English
hurting (for)
to lack (something needed), to have sympathy or pity for (someone)
FAQs About the word hurting (for)
οδυνηρός (για)
to lack (something needed), to have sympathy or pity for (someone)
κλαίγοντας (για),έλλειψη,ερώτημα,επαιτεία,επιμονή,απαιτητικός,διεκδικώντας,επιτακτικός,απαιτητικός,Επιβάλλοντας
έχοντας,κατοχή,κατέχων,με κατοχή
hurtfully => Πονεμένα, hurt (for) => πληγώνω (για), hurry-skurries => βιασύνη, hurry-scurry => βιασύνη, hurry-scurries => βιασύνη,