FAQs About the word necessitating

απαιτώντας

of Necessitate

έχων ανάγκη,απαιτητικό,απαιτητικός,διεκδικώντας,απαιτητικός,περιλαμβάνοντας,λήψη,θέλοντας,εγγυημένος,ερώτημα

έχοντας,κατοχή,κατέχων,με κατοχή

necessitated => απαραίτητος, necessitate => απαιτώ, necessitarianism => αναγκαιότητα, necessitarian => αναγκαστικότης, necessary => απαραίτητος,