FAQs About the word necessarily

αναγκαστικά

in an essential manner, in such a manner as could not be otherwise, as a highly likely consequenceIn a necessary manner; by necessity; unavoidably; indispensabl

αναπόφευκτα,αναπόφευκτα,αναπόφευκτα,ανάγκες,αναπόφευκτα,ακούσια,ipso facto,αναγκαστικά

περιττά

necessaries => αναγκαία, necessarianism => αναγκαιότητα, necessarian => απαραίτητος, nec => και, nebuly => θολός,