Greek Meaning of hirsuteness
η εφηβαίωση
Other Greek words related to η εφηβαίωση
Nearest Words of hirsuteness
Definitions and Meaning of hirsuteness in English
hirsuteness (n)
excessive hairiness
hirsuteness (n.)
Hairiness.
FAQs About the word hirsuteness
η εφηβαίωση
excessive hairinessHairiness.
τριχωτός,τριχωτός,μεταξένιος,γένιος,τριχωτός,θάμνος,βαμβακώδης,χνουδωτός,αφράτο,γούνινος
φαλακρός,φαλακρός,φαλακρός,κουρεμένος,λείο,άμουσος,αδριής,ξυρισμένος,ξυρισμένος
hirsute => τριχωτός, hirschsprung's disease => Νόσος του Hirschsprung, hirschsprung => Ασθένεια Χίρσκπρουνγκ, hirschfeld => Χίρσφελντ, hirs => Ελάφι,