Greek Meaning of high-priesthood

Αρχιερέας

Other Greek words related to Αρχιερέας

Definitions and Meaning of high-priesthood in English

Webster

high-priesthood (n.)

The office, dignity, or position of a high priest.

FAQs About the word high-priesthood

Αρχιερέας

The office, dignity, or position of a high priest.

συνήγορος,υποστηρικτής,εκθέτης,ευαγγελιστής,Υποστηρικτής,οπαδός,λευκός ιππότης,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής

αντίπαλος,ανταγωνιστής,εχθρός,Αντίπαλος,κριτικός,εχθρός,αντίπαλος,μειωτής,κριτικός

high-priced => Ακριβός, high-pressure => υψηλή πίεση, high-powered => υψηλής ισχύος, high-power => υψηλής ισχύος, high-potential => υψηλού δυναμικού,