Greek Meaning of high-priesthood
Αρχιερέας
Other Greek words related to Αρχιερέας
- συνήγορος
- υποστηρικτής
- εκθέτης
- ευαγγελιστής
- Υποστηρικτής
- οπαδός
- λευκός ιππότης
- απόστολος
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- υιοθετήσει
- φίλος
- ευαγγελιστής
- παλαδίνος
- προωθητής
- Πρωταγωνιστής
- Γνήσιος πιστός
- οπαδός
- υποστηρικτής
- μαζορέτα
- ομοσπονδία
- μαθητής
- ερμηνευτής
- συνοδοιπόρος
- Ακόλουθος
- κήρυκας
- Ιεροφάντης
- διερμηνέας
- βασιλικός
- μεροληπτικός
- αντάρτης
- σταθερός
- τύμπανο
Nearest Words of high-priesthood
- high-priced => Ακριβός
- high-pressure => υψηλή πίεση
- high-powered => υψηλής ισχύος
- high-power => υψηλής ισχύος
- high-potential => υψηλού δυναμικού
- high-pitched => υψηλός
- high-performance => υψηλής απόδοσης
- high-pass filter => Υψιπερατό φίλτρο
- high-palmed => Υψηλή φοίνικας
- high-octane => υψηλής οκτανίων
- high-priestship => Αρχιερατεία
- high-principled => Ηθικός
- high-proof => Υψηλή απόδειξη
- high-protein diet => Διατροφή πλούσια σε πρωτεΐνες
- high-raised => υψηλά υψωμένο
- high-ranking => Υψηλόβαθμος
- high-reaching => ψηλός
- high-red => κατακόκκινο
- high-resolution => υψηλής ανάλυσης
- high-rise => Ουρανοξύστης
Definitions and Meaning of high-priesthood in English
high-priesthood (n.)
The office, dignity, or position of a high priest.
FAQs About the word high-priesthood
Αρχιερέας
The office, dignity, or position of a high priest.
συνήγορος,υποστηρικτής,εκθέτης,ευαγγελιστής,Υποστηρικτής,οπαδός,λευκός ιππότης,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής
αντίπαλος,ανταγωνιστής,εχθρός,Αντίπαλος,κριτικός,εχθρός,αντίπαλος,μειωτής,κριτικός
high-priced => Ακριβός, high-pressure => υψηλή πίεση, high-powered => υψηλής ισχύος, high-power => υψηλής ισχύος, high-potential => υψηλού δυναμικού,