Greek Meaning of graininess
κοκκοποίηση
Other Greek words related to κοκκοποίηση
Nearest Words of graininess
Definitions and Meaning of graininess in English
graininess (n)
the quality of being composed of relatively large particles
FAQs About the word graininess
κοκκοποίηση
the quality of being composed of relatively large particles
Χοντρός,σπυρωτός,κοκκώδης,αμμώδης,κοκκώδης,λιθώδης,αφιλτράριστο,χονδρόκοκκο,ραγισμένο,γήινος
Βουτυρένιος,σκονισμένος,καλό,πουδρώδης,λείο,υπερλεπτός,υπερλεπτό,βελουδένιος,φιλτραρισμένο,αλευρώδης
grainger => Γκρέιντζερ, grainfield => Σιτοχώραφο, grainer => Χαρτοκόπτης, grained => σπυρωτός, grain sorghum => Σοργός ο σιτηρός,