Greek Meaning of glooming

σκοτεινός

Other Greek words related to σκοτεινός

Definitions and Meaning of glooming in English

Wordnet

glooming (s)

depressingly dark

Webster

glooming (p. pr. & vb. n.)

of Gloom

Webster

glooming (n.)

Twilight (of morning or evening); the gloaming.

FAQs About the word glooming

σκοτεινός

depressingly darkof Gloom, Twilight (of morning or evening); the gloaming.

εκτυφλωτικός,κατσούφης,επίμονο βλέμμα,συνοφρυωμένος,κοιτώντας επίμονα,κατσούφης,απειλητικός,χαμήλωμα,χασμουρητό,γκριμάτσας

χαμογελώντας.,χαμογελαστός,χαμογελαστός

gloominess => μελαγχολία, gloomily => μελαγχολικά, gloomful => μελαγχολικός, gloomed => ζοφερός, gloom => μελαγχολία,