Greek Meaning of fringy
περιφερειακός
Other Greek words related to περιφερειακός
- σύνορο
- σύνορο
- περίμετρος
- όρια
- ακμή
- άκρη
- Περίμετρος
- περιφέρεια
- οριακός
- δεμένος
- γείσο
- πυξίδα
- τέλος
- έκταση
- πλαίσιο
- στρίφωμα
- περιθώριο
- προάστιο
- χείλος
- Φούστα
- χαμηλότερα πατώματος
- άκρη
- έκταση
- μεθόρια
- χείλος
- οροφή (orof̱í)
- Κορυφή
- Πεζοδρόμιο
- κορυφή
- οριοθέτηση
- σύνορο
- γύρος
- περιορισμός
- χείλος
- Μάρτιος
- μέγιστο
- μέτρο
- απλό
- χλωμός
- περιορισμός
- άκρη
- Ακτή
- λήξη
Nearest Words of fringy
- fringing => κρόσσια
- fringilline => φριγγιλλίνη
- fringillaceous => Στρουθιόμορφα
- fringilla montifringilla => Φλώρος
- fringilla coelebs => Σπίνος
- fringilla => Σπουργίτι
- fringe-toed lizard => Σαύρα με κρόσσια στα δάχτυλα
- fringent => ορμητικός
- fringeless => χωρίς κρόσσια
- fringed poppy mallow => Μάλβα η σφηνωτή
Definitions and Meaning of fringy in English
fringy (s)
at or constituting a border or edge
fringy (a.)
Aborned with fringes.
FAQs About the word fringy
περιφερειακός
at or constituting a border or edgeAborned with fringes.
σύνορο,σύνορο,περίμετρος,όρια,ακμή,άκρη,Περίμετρος,περιφέρεια,οριακός,δεμένος
κέντρο,πυρήν,καρδιά,εσωτερικός,μέση,εντός,εσωτερικός,μέσα
fringing => κρόσσια, fringilline => φριγγιλλίνη, fringillaceous => Στρουθιόμορφα, fringilla montifringilla => Φλώρος, fringilla coelebs => Σπίνος,