Greek Meaning of frenetic
φρενήρης
Other Greek words related to φρενήρης
- άγριος
- Φρενήρης
- θυμωμένος
- έντονο
- εντατικός
- τρελός
- παραληρηματικός
- Άγριος
- Πυρετώδης
- φρενήρης
- Άγρια
- συμπυκνωμένος
- τρελός
- τρελός
- άνοια
- ταραγμένος
- υπερβολικός
- υπερβολικός
- εξωφρενικός
- ακραίο
- υπερβολικός
- υπερβολικός
- τρελός
- παράλογος
- σπάταλος
- τρελός
- μανιακός
- λυσσασμένος
- ανήθικος
- αδικαιολόγητος
- βίαιη
- υψηλής πίεσης
Nearest Words of frenetic
Definitions and Meaning of frenetic in English
frenetic (s)
excessively agitated; distraught with fear or other violent emotion
FAQs About the word frenetic
φρενήρης
excessively agitated; distraught with fear or other violent emotion
άγριος,Φρενήρης,θυμωμένος,έντονο,εντατικός,τρελός,παραληρηματικός,Άγριος,Πυρετώδης,φρενήρης
Ήρεμος,μέτριος,ειρηνικός,ήρεμος,ήσυχος,λογικός,χαλαρός,Γαλήνιος,ήρεμος,άενοχλητος
frenchwoman => Γαλλίδα, french-speaking => γαλλόφωνος, frenchmen => Γάλλοι, frenchman => Γάλλος, frenchism => γαλλισμός,