Greek Meaning of fatheaded

fatheaded

Other Greek words related to fatheaded

Definitions and Meaning of fatheaded in English

Wordnet

fatheaded (s)

(used informally) stupid

FAQs About the word fatheaded

Definition not available

(used informally) stupid

κουτόφραγκος,μυαλό πουλιού,Μπλόκχεντ,κλόουν,κακαρίζω,κλαγκ,καμπίνα,Νεκροκεφαλή,βουτάω,Ντόντο

Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,σοφός,στοχαστής,διανοούμενος,πολυμάθης,φυτό,μάγος,Αναγεννησιακός άνθρωπος

fat-free => Άπαχο, fatefully => μοιραία, fateful => μοιραίος, fated => μοιραίος, fate => μοίρα,