Greek Meaning of endmost

ο έσχατος

Other Greek words related to ο έσχατος

Definitions and Meaning of endmost in English

Webster

endmost (a.)

Farthest; remotest; at the very end.

FAQs About the word endmost

ο έσχατος

Farthest; remotest; at the very end.

κατώτερος,ο χαμηλότερος,εξωτερικότατος,ακραίο,Πιο μακρινός,πιο μακριά,Πιο μακρινό,πιο μακριά,κατώτερος,εξώτατο

αρχή,πρωιμότερος,πρώτο,ο σημαντικότερος,αρχικός,παρθένα,άνοιγμα,πρωτότυπο,πρωτοπόρος,πρωτεύον

endlong => οριζόντια, endlessness => απειρία, endlessly => ατελείωτα, endless => ατελείωτος, endive => Βαλεριάνα,