Greek Meaning of discursively
διαλεκτικά
Other Greek words related to διαλεκτικά
Nearest Words of discursively
Definitions and Meaning of discursively in English
discursively (r)
in a rambling manner
FAQs About the word discursively
διαλεκτικά
in a rambling manner
παρεκβατικός,εκδρομικός,έμμεσος,περιπλάνηση,πλανόδιος,αποσπασματικός,παρέκβαση,παρεκβατικός,άλμα,γκρινιάρης
συνεκτικός,συνεπής,λογικός,άμεσο,εστιασμένος,απλός,εστιασμένος,ακλόνητος
discursive => διαλογικός, discursist => ρήτορας, discursion => συζήτηση, discurrent => διεξοδικός, discure => λόγος,