Greek Meaning of churlishly
αγενώς
Other Greek words related to αγενώς
Nearest Words of churlishly
Definitions and Meaning of churlishly in English
churlishly (r)
in a churlish manner
churlishly (adv.)
In a churlish manner.
FAQs About the word churlishly
αγενώς
in a churlish mannerIn a churlish manner.
αγενής,χωρίς τάξη,Αδέξιος,γελοίος,άξεστος,Αγενής,αγενής,χυδαίος,αμήχανος,Χοντρός
Καλλιεργούμενος,ζωηρός,ιπποτικός,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος,εκλεπτυσμένος,πολιτικός,κομψός,ευγενικός,αυλικός
churlish => αγενής, churl => αγροίκος, churidars => τσουριντάρ, churchyard => Νεκροταφείο εκκλησίας, churchy => εκκλησιαστικός,