FAQs About the word churchwardenship

εκκλησιαστική επιτροπή

The office of a churchwarden.

No synonyms found.

No antonyms found.

churchwarden => εκκλησιαστικός επίτροπος, church-state => Εκκλησία και κράτος, churchship => κυρίως ναός , churchmen => κληρικοί, churchmanship => Εκκλησιαστικότητα,