Greek Meaning of cased

τυποποιημένο

Other Greek words related to τυποποιημένο

Definitions and Meaning of cased in English

Wordnet

cased (s)

covered or protected with or as if with a case

enclosed in a case

Webster

cased (imp. & p. p.)

of Case

FAQs About the word cased

τυποποιημένο

covered or protected with or as if with a case, enclosed in a caseof Case

περικλειόμενος,επισυνάπτεται,προσαρμοσμένο,επισυναπτόμενο,καταλύματα,περιεχομενη,περιελάμβανε,κατάλληλο,στεγασμένος,καταλύει

No antonyms found.

case-by-case => κατά περίπτωση, casebook => βιβλίο περιπτώσεων, case-bay => όρμος με κτίρια, caseation => πήξη, caseate => πήζω,