Greek Meaning of avalanched
χιονοστιβάδα
Other Greek words related to χιονοστιβάδα
- συνετρίβη
- έπεσε
- έρεε
- γλίστρησε
- ολίσθηση
- αναποδογύρισμα
- κατακλύζω
- καταγόμενος
- έπεσε
- πνιγμένος
- καταπιεί
- πλημμυρισμένος
- πλημμυρισμένος
- υπερχειλισμένος
- Υπερφορτωμένος
- έπεσε κάθετα
- βυθισμένος
- χύθηκε
- βούλιαξε
- γλίστρησε
- ροής
- βυθισμένος
- βυθισμένο
- βυθισμένος
- κοκκινισμένος
- πλημμύρισε
- χύθηκε
- υπερνικώ
- κατακλύζω
- εκπλύθηκε
- πνιγμένος
- ξεπηδούσε
- εκτοξεύτηκε
- βυθισμένος
Nearest Words of avalanched
Definitions and Meaning of avalanched in English
avalanched
a sudden great or overwhelming rush or accumulation of something, a large mass of snow and ice or of earth and rock sliding down a mountainside, a cumulative process in which photons or accelerated charge carriers produce additional photons or charge carriers through collisions (as with gas molecules), a sudden large amount, overwhelm, flood, to descend in an avalanche, a large mass of snow, ice, earth, rock, or other material in swift motion down a mountainside or over a precipice
FAQs About the word avalanched
χιονοστιβάδα
a sudden great or overwhelming rush or accumulation of something, a large mass of snow and ice or of earth and rock sliding down a mountainside, a cumulative pr
συνετρίβη,έπεσε,έρεε,γλίστρησε,ολίσθηση,αναποδογύρισμα,κατακλύζω,καταγόμενος,έπεσε,πνιγμένος
αποξηραμένο,αφυδατωμένος,στραγγισμένος,ξερός
autostrade => αυτοκινητόδρομος, autostradas => αυτοκινητόδρομοι, autoroutes => αυτοκινητόδρομοι, autoroute => Αυτοκινητόδρομος, automobilists => οδηγοί αυτοκινήτων,