Greek Meaning of attempting
προσπάθεια
Other Greek words related to προσπάθεια
Nearest Words of attempting
Definitions and Meaning of attempting in English
attempting (p. pr. & vb. n.)
of Attempt
FAQs About the word attempting
προσπάθεια
of Attempt
προσπαθώντας,Προσπαθώντας,προσπαθώντας,προσπαθώντας,αναζήτηση,στόχευση,φιλόδοξος,δοκίμαζω,μάχη,πρόκειται
πτώση,παραιτούμαι,διακοπή καπνίσματος
attempter => επιχειρητής, attempted => προσπάθησε, attemptable => προσπάθειας, attempt => Προσπάθεια, attemperment => συγχρονισμός,