Greek Meaning of attemptable

προσπάθειας

Other Greek words related to προσπάθειας

Definitions and Meaning of attemptable in English

Webster

attemptable (a.)

Capable of being attempted, tried, or attacked.

FAQs About the word attemptable

προσπάθειας

Capable of being attempted, tried, or attacked.

μαχαιριά,προσπαθώ,προσφορά,ρωγμή,προσπάθεια, προσπάθεια,δοκίμιο,πηγαίνω,προσφορά,περάσει,δίκη

άμυνα,Φύλακας,Αντιπολίτευση,αντίσταση,ασπίδα,αμυντικός,Προστασία,Ασφάλεια,καταφύγιο

attempt => Προσπάθεια, attemperment => συγχρονισμός, attemperly => μέτρια, attempering => Εγκρατεία, attempered => μετριασμένος,