Greek Meaning of attendee
παρευρισκόμενος
Other Greek words related to παρευρισκόμενος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of attendee
- attendement => Παρουσία
- attender => συνοδός
- attending => παρών
- attendment => προσέλευση
- attent => προσεκτικός
- attentat => Επίθεση
- attentate => δολοφονία
- attention => προσοχή
- attention deficit disorder => διαταραχή ελλειμματικής προσοχής
- attention deficit hyperactivity disorder => Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)
Definitions and Meaning of attendee in English
attendee (n)
a person who is present and participates in a meeting
FAQs About the word attendee
παρευρισκόμενος
a person who is present and participates in a meeting
No synonyms found.
No antonyms found.
attended => παρακολούθησε, attendant => Συμμετέχων, attendancy => παρουσία, attendance check => έλεγχος παρουσίας, attendance => παρουσία,