Greek Meaning of attendment
προσέλευση
Other Greek words related to προσέλευση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of attendment
- attent => προσεκτικός
- attentat => Επίθεση
- attentate => δολοφονία
- attention => προσοχή
- attention deficit disorder => διαταραχή ελλειμματικής προσοχής
- attention deficit hyperactivity disorder => Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)
- attention span => διάρκεια προσοχής
- attentional => προσοχής
- attention-getting => ελκυστικός της προσοχής
- attentive => προσεκτικός, προσεκτική
Definitions and Meaning of attendment in English
attendment (n.)
An attendant circumstance.
FAQs About the word attendment
προσέλευση
An attendant circumstance.
No synonyms found.
No antonyms found.
attending => παρών, attender => συνοδός, attendement => Παρουσία, attendee => παρευρισκόμενος, attended => παρακολούθησε,