Greek Meaning of all around

παντού

Other Greek words related to παντού

Definitions and Meaning of all around in English

FAQs About the word all around

παντού

διάφορος,συνολικά,συλλογικά,συνολικά,σύνολο,συνολικά,ευρέως,συλλογικά,γενικά,στο σύνολό τους

μόνος,ατομικά,κυριολεκτικά,μικροσκοπικώς,λεπτομερώς,οριακά,χωριστά,μόνο,συγκεκριμένα,αυστηρά

alkies => αλκοολικοί, alkie => αλκοολικός, A-lists => Λίστες Α, alining => ευθυγράμμιση, alined => ευθυγραμμισμένο,