Greek Meaning of yearnings

λαχτάρα

Other Greek words related to λαχτάρα

Definitions and Meaning of yearnings in English

Webster

yearnings (n. pl.)

The maws, or stomachs, of young calves, used as a rennet for curdling milk.

FAQs About the word yearnings

λαχτάρα

The maws, or stomachs, of young calves, used as a rennet for curdling milk.

κλάμα,ενοχλητικός,επίμονος,επείγον,επείγον,πρόθυμος,θορυβώδης,απαιτητικός,απαιτητικός,άπληστος

σβήσιμο,χορτάτος,χορτασμένος,ικανοποιητικός,ικανοποιημένος,εξευμενιστικός,ελεγχόμενος,συγκρατημένος,συγκρατημένος,χορταίνω

yearningly => λαχταριστά, yearning => πόθος, yearnful => μελαγχολικός, yearner => λαχταριστής, yearned-for => πολυπόθητος,