Greek Meaning of waded (in or into)
Περπατούσε μες στο νερό (σε ή σε)
Other Greek words related to Περπατούσε μες στο νερό (σε ή σε)
- πλησίασε
- βούτηξε (μέσα)
- περιστέρι (μέσα)
- είχε σε
- απέπλευσα προς
- αντιμετωπίζονται
- Tore into
- Ανέλαβε
- πήγε προς
- αντιμετωπίσαμε
- επιτέθηκε
- λυγισμένο (προς)
- συγκεντρωμένος (σε)
- έπεσε σε
- εστιασμένος (σε)
- εστιασμένο προς
- επιτέθηκε εναντίον
- έλαβε μέρος στην
- καταδιωκόμενος
- εγκατεστημένος
- αντιμέτωπος
- συνέβαλε
- βυθισμένος (σε)
- μηδενισμένο (σε)
Nearest Words of waded (in or into)
Definitions and Meaning of waded (in or into) in English
waded (in or into)
No definition found for this word.
FAQs About the word waded (in or into)
Περπατούσε μες στο νερό (σε ή σε)
πλησίασε,βούτηξε (μέσα),περιστέρι (μέσα),είχε σε,απέπλευσα προς,αντιμετωπίζονται,Tore into,Ανέλαβε,πήγε προς,αντιμετωπίσαμε
Απέφευξε,αποφεύγω,απέφευξα,αργοπορώ,έκανε βλακείες,εξαπατημένος,αδρανής,καθυστερημένος,χάλασε,παίζεται
wade (through) => διασχίζω (διαμέσου), wade (in or into) => Σκαλίζω (σε ή μέσα), waddles => κουνιέται, wadded => βαμβακερός, wackiness => παραφροσύνη,