Greek Meaning of violent
violent
Other Greek words related to violent
- βίαιος
- Άγριος
- άγριος
- θυμωμένος
- λυσσασμένος
- τραχύς
- ταραγμένη
- κακός
- ηφαιστειακός
- επιθετικός
- βάρβαρος
- αιματηρός
- σπασμωδικός
- κυκλωνικός
- καταστροφικός
- εχθρικός
- ζεστό
- άγριος καυγάς
- παροξυσμικός
- άγριος
- θυελλώδης
- καταιγιστικός
- ταραχώδης
- ασταθής
- μπανγκ-μπανγκ
- ταραγμένος
- ανταγωνιστικός
- διεκδικητικός
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- κατακλυσμιαίος
- μαχητικός
- εύφλεκτος
- Αμφιλεγόμενος
- σέρνω έξω
- Φρενήρης
- φρενήρης
- μονομάχος
- καταρρίπτω
- τρελός
- μαχητικός
- φιλονικός
- καταστροφικός
- άγριος
Nearest Words of violent
Definitions and Meaning of violent in English
violent (a)
acting with or marked by or resulting from great force or energy or emotional intensity
violent (s)
effected by force or injury rather than natural causes
(of colors or sounds) intensely vivid or loud
marked by extreme intensity of emotions or convictions; inclined to react violently; fervid
characterized by violence or bloodshed
violent (a.)
Moving or acting with physical strength; urged or impelled with force; excited by strong feeling or passion; forcible; vehement; impetuous; fierce; furious; severe; as, a violent blow; the violent attack of a disease.
Acting, characterized, or produced by unjust or improper force; outrageous; unauthorized; as, a violent attack on the right of free speech.
Produced or effected by force; not spontaneous; unnatural; abnormal.
violent (n.)
An assailant.
violent (v. t.)
To urge with violence.
violent (v. i.)
To be violent; to act violently.
FAQs About the word violent
Definition not available
acting with or marked by or resulting from great force or energy or emotional intensity, effected by force or injury rather than natural causes, (of colors or s
βίαιος,Άγριος,άγριος,θυμωμένος,λυσσασμένος,τραχύς,ταραγμένη,κακός,ηφαιστειακός,επιθετικός
Ήρεμος,Μη βίαιος,ειρηνικός,ειρηνικός,Ειρηνικός,Γαλήνιος,ήρεμος,Ήρεμος,μη εμπόλεμο,μη επιθετικός
viole => Βιολέ, violative => παραβατικός, violating => παραβιάζοντας, violates => παραβιάζει, violascent => βιολέτα,