Greek Meaning of vagabondism

πλανόδιος βίος

Other Greek words related to πλανόδιος βίος

Definitions and Meaning of vagabondism in English

Webster

vagabondism (n.)

Vagabondage.

FAQs About the word vagabondism

πλανόδιος βίος

Vagabondage.

νομάδας,νομαδικός,περιπλανώμενος,Εξωτερικός Ασθενής,φυγάς,περιπλανώμενος,μετανάστης,μεταναστευτικό,Εν κινήσει,γεράκι περδικοφάγος

όρθιος,Στατικός,στάσιμος,ακίνητος,ακίνητος,εγκαταστημένος,ακόμα,Ακίνητος

vagabondage => αλητεία, vagabond => αλήτης, vafrous => Πονηρός, vae => τίποτα, vaduz => Βαντούζ,