Greek Meaning of unwove

αφύφαντο

Other Greek words related to αφύφαντο

Definitions and Meaning of unwove in English

unwove

disentangle, unravel

FAQs About the word unwove

αφύφαντο

disentangle, unravel

ξετυλιγμένο,μπερδεμένος,φθαρμένος,Ξετυλιγμένο (έξω),ξεμπλεγμένο (έξω),ανάλαφρο,μη τοποθετημένο,ξεμπερδεμένο,Ξεμπερδεμένος,ξετυλιγμένος

μπερδεμένος,γρύλισε,μπερδεμένος,δεμένος,πληγή,πλεγμένο,δεμένο,δεμένο,διπλωμένα,συγκολλημένος

unwound => ξετυλιγμένο, unworn => αφόρετο, unworldliness => αφύσικος, unworked => ακατέργαστος, unwinds => χαλαρώνει,