Greek Meaning of unrolled

ξετυλιγμένο

Other Greek words related to ξετυλιγμένο

Definitions and Meaning of unrolled in English

unrolled

to unwind a roll of, to become unrolled or spread out, disclose, to spread out like a scroll for reading or inspection, to be unrolled

FAQs About the word unrolled

ξετυλιγμένο

to unwind a roll of, to become unrolled or spread out, disclose, to spread out like a scroll for reading or inspection, to be unrolled

ίσιωσε,χαλαρό,ξεσφιγμένος,ξετυλιγμένο,ακαμψία,άστροφος,μπερδεμένος,ξεμπλοκαρισμένο,Ξεμπερδεμένος,ξετυλιγμένος

λυγισμένος,καμπύλος,στρεβλός,σγουρός,καμπύλος,στρογγυλεμένο,στρεμμένος,καμπυλωτός,περιελισσόμενος,μπλεγμένος

unriddling => λύνοντας γρίφο, unriddled => άλυτος, unrevolutionary => μη επαναστατικός, unrestrainedness => αχαλίνωτος, unrestful => ανήσυχος,