FAQs About the word turbidly

θολό

In a turbid manner; with muddiness or confusion., Proudly; haughtily.

λασπωμένος,συννεφιασμένος,μουντός,θολό,θολό,ταραγμένος,Κινηματογραφικός,θολό,μελανωμένος,μπερδεμένος

σαφής,Διάφανος σαν κρύσταλλο,κρυσταλλωτός,Άχρωμο,φιλτραρισμένο,καθαρισμένος,διαφανής,διευκρίνισε,άχρωμος

turbidity => θολούρα, turbid => Θολό, turbeth => Τέρβινθος, turbellarian => Πλατύελμινθες, turbellaria => Πλατυέλμινθες,