Greek Meaning of truelove
Αληθινή αγάπη
Other Greek words related to Αληθινή αγάπη
- αγαπητέ
- αγαπητέ/αγαπητή
- φίλη
- αγάπη
- εραστής
- γλυκό
- αγάπη μου
- αγάπη μου [aˈɣapi mu]
- αγαπημένος
- Αγόρι
- αγόρι
- φλόγα
- κορίτσι
- αγάπη
- μέλι
- σύζυγος
- γλυκό μου
- σύζυγος
- Θαυμάστρια
- αγάπη
- όμορφος
- νύφη
- μεζούρα
- ημερομηνία
- κούκλα
- συνάδελφος
- αρραβωνιαστικός
- κορίτσι
- γενναιοδωρος
- γαμπρός
- ερωμένη
- σκοπούμενος
- αγαπημένη
- κοπέλα
- άντρας
- Κατοικίδιο
- Σημαντικός άλλος
- πιέζω
- σταθερός
- μνηστήρας
- πιστός
- Ντικ ντικ
- μνηστήρας
Nearest Words of truelove
- true-hearted => ειλικρινής
- truehearted => πιστός
- true-false => αληθές-ψευδές
- true-bred => καθαρόαιμος
- true-born => γέννημα θρέμμα
- true-blue => πιστός
- true warbler => Αληθινό γεγονός
- true vocal fold => Αληθινές φωνητικές χορδές
- true vocal cord => Αληθινή φωνητική χορδή
- true vampire bat => Αληθινή νυχτερίδα-βαμπίρ
Definitions and Meaning of truelove in English
truelove (n)
a person loved by another person
truelove (n.)
One really beloved.
A plant. See Paris.
An unexplained word occurring in Chaucer, meaning, perhaps, an aromatic sweetmeat for sweetening the breath.
FAQs About the word truelove
Αληθινή αγάπη
a person loved by another personOne really beloved., A plant. See Paris., An unexplained word occurring in Chaucer, meaning, perhaps, an aromatic sweetmeat for
αγαπητέ,αγαπητέ/αγαπητή,φίλη,αγάπη,εραστής,γλυκό,αγάπη μου,αγάπη μου [aˈɣapi mu],αγαπημένος,Αγόρι
No antonyms found.
true-hearted => ειλικρινής, truehearted => πιστός, true-false => αληθές-ψευδές, true-bred => καθαρόαιμος, true-born => γέννημα θρέμμα,