Greek Meaning of thuggery

βανδαλισμός

Other Greek words related to βανδαλισμός

Definitions and Meaning of thuggery in English

Wordnet

thuggery (n)

violent or brutal acts as of thugs

Webster

thuggery (n.)

Alt. of Thuggism

FAQs About the word thuggery

βανδαλισμός

violent or brutal acts as of thugsAlt. of Thuggism

δολοφόνος,ληστής,εκφοβιστής,εγκληματίας,μέλος συμμορίας,γκάγκστερ,γκάνγκστερ,μπάχαλος,Γορίλας,καπό

No antonyms found.

thuggee => Θάγηδες, thug => κακούργος, thudding => θόρυβος, thud => θόρυβος, thucydides => Θουκυδίδης,