Greek Meaning of steepness

Κλίση

Other Greek words related to Κλίση

Definitions and Meaning of steepness in English

Wordnet

steepness (n)

the property possessed by a slope that is very steep

FAQs About the word steepness

Κλίση

the property possessed by a slope that is very steep

ξαφνικός,ορεινός,απότομος,διάφανος,κεκλιμένος,κάθετος,έντονος,απότομος,ορεινό,κάθετος

εύκολος,σταδιακός,μέτριος,επίπεδος,ήπιος,επίπεδο,λείο,μαλακός,ακόμα,FLUSH

steeply => απότομα, steeplejack => σκαλωτής, steeplechaser => Δρομέας με εμπόδια, steeplechase => Στίπλτσεϊζ, steeple => καμπαναριό,