Greek Meaning of steeper
πιο απότομος
Other Greek words related to πιο απότομος
Nearest Words of steeper
Definitions and Meaning of steeper in English
steeper (n)
a vessel (usually a pot or vat) used for steeping
FAQs About the word steeper
πιο απότομος
a vessel (usually a pot or vat) used for steeping
ξαφνικός,ορεινός,απότομος,διάφανος,κεκλιμένος,κάθετος,έντονος,απότομος,ορεινό,κάθετος
εύκολος,σταδιακός,μέτριος,επίπεδος,ήπιος,επίπεδο,λείο,μαλακός,ακόμα,FLUSH
steepen => απότομοι, steep => απότομος, steenbok => Στινμπόκ, steen => εξήντα, steelyard => Ζυγαριά,