Greek Meaning of squawk

squawk

Other Greek words related to squawk

Definitions and Meaning of squawk in English

Wordnet

squawk (n)

the noise of squawking

informal terms for objecting

Wordnet

squawk (v)

utter a harsh abrupt scream

complain

FAQs About the word squawk

Definition not available

the noise of squawking, informal terms for objecting, utter a harsh abrupt scream, complain

παράπονο,φασαρία,στεναγμός,γκρινιάζω,Μοσχάρι,μπεε,Κυπρίνος,παράπονο,παράπονο,βουστάρι

εκδήλωση θαυμασμού,χειροκροτήματα,Έγκριση,επαίνους,κομπλιμέντο,έπαινος,Έπαινος,Επικύρωση,εγκριση,κυρώσεις

squaw-bush => Μελανόξυλο, squawbush => Κράνμπερι, squaw vine => αναρριχητικό φυτό, squaw root => Κολοκυθόριζα, squaw man => Σκουώμαν,